Η νόσος του Peyronie είναι μια σχετικά σπάνια πάθηση και αφορά το πέος του άντρα. Χαρακτηριστικά της νόσου είναι ο σχηματισμός μιας ινώδους πλάκας σαν εξόγκωμα στο πέος, κάτω από το δέρμα με αποτέλεσμα την κάμψη του πέους και πόνο κατά τη διάρκεια της στύσης. Η παραμόρφωση και ο πόνος του πέους είναι δυνατό να κάνουν την σεξουαλική επαφή δύσκολη έως αδύνατη, διαταράσσοντας την σεξουαλική και συναισθηματική σχέση του ζεύγους και επηρεάζοντας αρνητικά την ψυχολογία και την αυτοεκτίμηση του άνδρα. Τα ακριβή αίτια της νόσου παραμένουν ασαφή και έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις και θεωρίες.
Η κλινική εικόνα της νόσου του Peyronie ποικίλλει από άτομο σε άτομο όσον αφορά τον αριθμό και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων αλλά και τον ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται η νόσος. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν :την ψηλαφητή σκληρία/ πλάκα συνήθως στη ραχιαία (άνω) επιφάνεια του πέους, χωρίς να αποκλείεται η εντόπιση της οπουδήποτε αλλού. Πιο σπάνια, οι πλάκες μπορεί να είναι πολλαπλές. Συνήθως συνυπάρχει κάμψη/ γωνίωση του πέους κατά τη διάρκεια της στύσης. Η παραμόρφωση που επέρχεται μπορεί να είναι σημαντική και να συνυπάρχει και μείωση του μήκους του πέους. Επίσης, υπάρχει πόνος κατά τη διάρκεια της στύσης και μείωση της διαμέτρου του πέους.
Αυτόματη ύφεση ή πλήρης ίαση της νόσου συμβαίνει στο 10-20% των ασθενών. Περίπου το 50% παραμένουν σταθεροί μετά την αρχική εκτίμηση, ενώ στο 30-40% των περιπτώσεων η νόσος επιδεινώνεται.
Η θεραπεία των ασθενών με νόσο του Peyronie στα πρώτα στάδια της, πρέπει να είναι όσο πιο συντηρητική γίνεται, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη και της βαρύτητας της κάθε περίπτωσης, έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση και γίνει εκ νέου εκτίμηση. Οι ασθενείς πρέπει να ενθαρρύνονται να παραμένουν σεξουαλικά ενεργείς, καθώς δεν υπάρχει κανένα δεδομένο που να αποδεικνύει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.
Τα φάρμακα από το στόμα περιλαμβάνουν: τη Βιταμίνη Ε, τη Κολχικίνη, τη Ταμοξιφένη, την Ακετυλ-L-καρνιτίνη και το Παρα- αμινοβενζοϊκό κάλιο (Potaba). Επίσης , μπορεί να γίνει τοπική θεραπεία με έγχυση φαρμάκων στην βλάβη όπως: Βεραπαμίλη, Κολλαγενάση, Στεροειδή, Ιντερφερόνη-a2.
Για να προχωρήσει ένας ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του προβλήματος του, θα πρέπει να έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών από την ημέρα της διάγνωσης και η πλάκα να έχει σταθεροποιηθεί τους τελευταίους 6 μήνες, αφού υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο της αυτόματης βελτίωσης στο διάστημα αυτό. Η χειρουργική θεραπεία της νόσου του Peyronie ενδείκνυται απόλυτα εφόσον έχει αποτύχει η συντηρητική θεραπεία και η παραμόρφωση του πέους καθιστούν την επαφή δύσκολη έως αδύνατη. Στόχος της θεραπείας είναι, απλά, να καταστήσει τις δύο πλευρές του πέους ισομεγέθεις. Το ποσοστό της κάμψης, το μέγεθος της πλάκας και ποιότητα της στύσης/ βαθμός στυτικής δυσλειτουργίας καθορίζουν την τεχνική που θα εφαρμοστεί.