Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης μετά από διάστημα 12 μηνών συχνών (2-3 την εβδομάδα) ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Όταν η ηλικία της γυναίκας είναι 36-38 ετών, η περίοδος "αναμονής" περιορίζεται στους 6 μήνες.
Η υπογονιμότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτοπαθής (67-71%), όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει αναφερθεί από το ζευγάρι εγκυμοσύνη και ως δευτεροπαθής (29-33%) όταν έχει υπάρξει κάποια εγκυμοσύνη στο παρελθόν ανεξάρτητα της τελικής της έκβασης.
Περίπου το 20% των νέων ζευγαριών αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκνοποίησης. Η διάγνωση και θεραπεία αφορά πάντα και τους δύο συντρόφους, αφού το υπογόνιμο ζευγάρι πρέπει να προσεγγίζεται και να αντιμετωπίζεται ως μία οντότητα. Βασικός λόγος γι' αυτό είναι η διαπίστωση ότι στο 20% - 30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας το αίτιο ανευρίσκεται μόνο στον άνδρα, στο 30% στη γυναίκα, ενώ σε ένα ποσοστό περίπου 30% - 40% είναι μικτής αιτιολογίας. Σ' ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό (περίπου 15% των ζευγαριών με υπογονιμότητα) δεν είναι δυνατή η ανεύρεση του αιτίου (ιδιοπαθής υπογονιμότητα).
Τα αίτια της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στην πρώτη υπάρχουν διαταραχές της υποθαλαμικής και υποφυσιακής λειτουργίας (προ-ορχικά αίτια), στη δεύτερη διαταραχές της λειτουργίας των όρχεων (ορχικά αίτια) όπως κρυψορχία, φλεγμονές, κιρσοκήλη, τραυματικές κακώσεις, φάρμακα κ.λπ. και στην τρίτη ανωμαλίες της εκφορητικής οδού του σπέρματος (μετα-ορχικά αίτια).
Πολύ σημαντικά στοιχεία στη διαγνωστική προσέγγιση του υπογόνιμου άνδρα είναι το λεπτομερές ιατρικό και σεξουαλικό ιστορικό, καθώς και η κλινική εξέταση.
Η εξέταση του σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην διάγνωση του υπογόνιμου άντρα. Το δείγμα πρέπει να λαμβάνεται μετά από σεξουαλική αποχή τουλάχιστον 48 ωρών και σε καμιά περίπτωση μεγαλύτερη των 5 ημερών. Συλλέγεται σε ειδικό αποστειρωμένο δοχείο με ευρύ στόμιο. Η εξέταση του σπέρματος πρέπει να γίνεται μέσα στην 1η ώρα από τη συλλογή του και το δείγμα κατά τη μεταφορά να φυλάσσεται σε θερμοκρασία σώματος. Για τους λόγους αυτούς, ιδανικότερη θεωρείται η λήψη του δείγματος στο εργαστήριο με αυνανισμό.
Προαιρετικές εξετάσεις αποτελούν η καλλιέργεια σπέρματος, οι βιοχημικές εξετάσεις σπέρματος, τα αντισπερμικά αντισώματα, η βιοψία όρχεων, ο ορμονικός έλεγχος (τεστοστερόνης, LH, FSH και προλακτίνη) κ.λπ.
Συντηρητική θεραπεία (ειδική και εμπειρική).
Προσδιορισμός χρόνου και συχνότητας συνουσίας. Πολλά υπογόνιμα ζευγάρια δεν γνωρίζουν με ακρίβεια τον καταμήνιο κύκλο της γυναίκας. Η ιδανική χρονική στιγμή της σεξουαλικής επαφής πιστεύεται ότι είναι 48 ώρες πριν και 48 ώρες μετά την ωορρηξία, επειδή τα σπερματοζωάρια επιζούν τουλάχιστον 48 ώρες.
Ορμονική θεραπεία.
Θεραπεία των λοιμώξεων. Οι λοιμώξεις (προστατίτιδες, επιδιδυμίτιδες) του ουροποιογεννητικού συστήματος πρέπει να αντιμετωπίζονται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά φάρμακα.
Χειρουργική θεραπεία. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται όταν αίτιο της υπογονιμότητας είναι η κιρσοκήλη , η κρυψορχία, η απόφραξη των εκσπερματιστικών πόρων, η απόφραξη ή η συγγενής έλλειψη τμήματος της εκφορητικής οδού.
Τέλος, με τις Τεχνικές Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Τ.Υ.Α.) καλούνται οι κλινικοί ιατροί να αντιμετωπίσουν με επιτυχία πολλές αιτίες τόσο της γυναικείας, όσο και της ανδρικής υπογονιμότητας, αλλά και την ανεξήγητη υπογονιμότητα όταν έχουν εξαντληθεί ανεπιτυχώς άλλες θεραπείες. Η πιθανότητα σύλληψης ανά κύκλο δεν ξεπερνά το 25% σε γυναίκες νεότερες των 35 ετών. Η πιθανότητα αυτή μειώνεται σταδιακά με την πάροδο της ηλικίας και στα 45 έτη φθάνει το 2%. Επομένως, τα ποσοστά επιτυχίας, δηλαδή της επίτευξης κύησης, των Τ.Υ.Α., τα οποία είναι διεθνώς 25%, είναι παρόμοια με αυτά του φυσιολογικού κύκλου.